- αλέκιαστος
- -η, -ο [λεκιάζω]1. αυτός που δεν έχει λεκέδες, ακηλίδωτος, καθαρός2. ο ηθικά άσπιλος, άψογος, άμεμπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέκιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες: Κατορθώνει και διατηρεί τα ρούχα του αλέκιαστα. 2. άσπιλος, άμεμπτος: Κρατά την υπόληψή του αλέκιαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακάσσιαστος — η, ο [κασσιάζω] (για φόρεμα), αλέκιαστος, καθαρός … Dictionary of Greek